ἀ-τέρμων

ἀ-τέρμων

ἀ-τέρμων, ον (τέρμα), ohne Gränzen, ohne Ende, πέπλος Aesch. Eum. 604, ohne Ausgang; ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων Eur. Hec. 903, nach Herm. außerordentlich glänzender, blendender Schein der Metallspiegel; Andere erkl. runde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέρμων — boundary masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμων — ονος, ὁ, Α βλ. τέρμονας …   Dictionary of Greek

  • τερμόνων — τέρμων boundary masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμονα — τέρμων boundary masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμονας — τέρμων boundary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμονες — τέρμων boundary masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμονι — τέρμων boundary masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμονος — τέρμων boundary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέρμων — κακοτέρμων, ότερμον (Α) αυτός που τελειώνει άσχημα ή με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τέρμων (< τέρμων), πρβλ. απειρο τέρμων, βαθυ τέρμων] …   Dictionary of Greek

  • κλυτοτέρμων — κλυτοτέρμων, ἡ (Α) (ενν. ὥρα) ωροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τέρμων (< τέρμων < τείρω «φθείρω με τη χρήση»), πρβλ. απειρο τέρμων, κυκλο τέρμων] …   Dictionary of Greek

  • κυκλοτέρμων — κυκλοτέρμων, ον (Α) αυτός που κινείται κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + τέρμων «τέρμα» (πρβλ. αλι τέρμων, βιο τέρμων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”