ἀ-τεκνία

ἀ-τεκνία

ἀ-τεκνία, , Kinderlosigkeit, Arist. pol. 2, 3; Plut. Thes. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεκνία — τεκνίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεκνία — η (Α κακοτεκνία) το να έχει κάποιος κακά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τεκνία (< τεκνος < τέκνον), πρβλ. βραδυ τεκνία, φιλο τεκνία] …   Dictionary of Greek

  • καλοτεκνία — καλοτεκνία, ἡ (Μ) γέννηση ωραίων παιδιών, ευτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + τεκνία (< τέκνος < τέκνον), πρβλ. πολυ τεκνία, φιλο τεκνία] …   Dictionary of Greek

  • Герасим Кефалонийский — В Википедии есть статьи о других людях с именем Герасим. Св. Герасим Кефалонийский Герасим Кефалонийский (греч. Γεράσιμος της Κεφαλονιάς; 1506, Трикала …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”