ἀ-τειρής

ἀ-τειρής

ἀ-τειρής, ές, nicht aufzureiben, unverwüstlich, fest, κραδίη πέλεκυς ὥς Il. 3, 60; von Kämpfern, neben ἀκμῆτες 15, 697; ἀτειρὴς μένος Od. 11, 270; φωνή, nicht ermattende Stimme, Il. 13, 45; Pind. ἀγαϑόν, dauerhaft, Ol. 2, 36; sp. D., ἐν πόνοις Anacr. 55, 1; unbezwinglich, Ἄρηϊ Orph. Arg. 827; οἴνῳ Strat. 17 (XII, 175); lieblos, hart, ἐν μύϑοισιν Theocr. 23, 6; ἐπουράνιοι, ewige, Qu. Sm. 7, 687. Als v. l. Plat. Crat. 395 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυτειρής — (I) ές, Α 1. αυτός που απαιτεί ή προξενεί πολύ κόπο, κοπιαστικός, κοπιώδης 2. (με παθ. σημ.) αυτός που υφίσταται πολλά βάσανα, που υποφέρει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τειρής (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω, εξαντλώ»)]. (II) ές, Α αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοτειρής — ές, Α (για τον ουράνιο θόλο) ο στολισμένος με αστέρια («πόλον ποικιλοτειρῆ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τειρής (< τείρεα, πληθ. τού τέρας), πρβλ. πολυ τειρής (II)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”