- ἀ-τευχής
ἀ-τευχής, ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-τευχής, ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεύχῃς — τεύχω make ready pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεύχηις — τεύχῃς , τεύχω make ready pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτευχής — θεοτευχής, ές (Α) θεότευκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευχής (< τεύχος «όργανο, σκεύος»), πρβλ. νεο τευχής, χαλκο τευχής] … Dictionary of Greek
λυγοτευχής — λυγοτευχής, ές (Α) κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο τευχής, τοξο τευχής] … Dictionary of Greek
χαλκεοτευχής — και εσφ. γρφ. χαλκοτευχής, ές, Α οπλισμένος με χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + τευχής (< τεῦχος «αντικείμενο, όπλο»), πρβλ. ἀ τευχής, τοξο τευχής] … Dictionary of Greek
ηφαιστοτευχής — ἡφαιστοτευχής και διαφ. γρ. ἡφαιστοτυκής, ές (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («ἡφαιστοτευχές δέπας», Αισχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευχής (< τεύχος), πρβλ. νεο τευχής] … Dictionary of Greek
μυριοτευχής — μυριοτευχής, ές (Α) αυτός που συνοδεύεται από δέκα χιλιάδες ένοπλους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τευχής (< τεύχη «όπλα»), πρβλ. χρυσο τευχής] … Dictionary of Greek
νεοτευχής — νεοτευχής, ές (Α) (ποιητ. τ.) νεότευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεο τευχής] … Dictionary of Greek
τοξοτευχής — ές, Α οπλισμένος με τόξο («εἰ τοξοτευχεῑς ἦτε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + τευχής (< τεῦχος, τό), πρβλ. χαλκεο τευχής] … Dictionary of Greek
χρυσοτευχής — ές, Α αυτός που έχει χρυσά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τευχής (< τεῦχος «όπλο» < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκεο τευχής] … Dictionary of Greek
αρτιτευχής — ἀρτιτευχής, ές (Μ) ο μόλις προ ολίγου κατασκευασμένος, ο καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τευχής < τεύχος < τεύχω (πρβλ. νεοτευχής)] … Dictionary of Greek