ἀττικισμός

ἀττικισμός

ἀττικισμός, , 1) Anhänglichkeit an Athen, Thuc. 3, 64. 4, 133. – 2) attische Mundart, attischer Ausdruck, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀττικισμός — siding with Athens masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀττικισμός — siding with Athens masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αττικισμός — ο (AM ἀττικισμός) [αττικίζω] τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας αρχ. σύμπραξη με τους Αθηναίους …   Dictionary of Greek

  • αττικισμός — ο η τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνίας: Ο αττικισμός πρωτοπαρουσιάστηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀττικισμοί — Ἀττικισμός siding with Athens masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀττικισμοί — Ἀττικισμός siding with Athens masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικισμοῦ — Ἀττικισμός siding with Athens masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀττικισμοῦ — Ἀττικισμός siding with Athens masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικισμούς — Ἀττικισμός siding with Athens masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀττικισμούς — Ἀττικισμός siding with Athens masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικισμῷ — Ἀττικισμός siding with Athens masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”