- ἀττικιστής
ἀττικιστής, ὁ, Nachahmer des attischen Ausdrucks, Sammler attischer Wörter u. Ausdrücke, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀττικιστής, ὁ, Nachahmer des attischen Ausdrucks, Sammler attischer Wörter u. Ausdrücke, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἀττικιστής — one who affects masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αττικιστής — ο (AM ἀττικιστής) [αττικίζω] ο οπαδός του αττικισμού … Dictionary of Greek
αττικιστής — ο θηλ. ίστρια ο υπέρμαχος του αττικισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίλιος Μοίρις ο Αττικιστής — (2ος αι. μ.Χ.). Έλληνας γραμματικός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού. Έγραψε λεξικό της αττικής διαλέκτου … Dictionary of Greek
Ἀττικισταῖς — Ἀττικιστής one who affects masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικισταί — Ἀττικιστής one who affects masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικιστοῦ — Ἀττικιστής one who affects masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικιστῇ — Ἀττικιστής one who affects masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικιστήν — Ἀττικιστής one who affects masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικιστῶν — Ἀττικιστής one who affects masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικιστάς — Ἀττικιστά̱ς , Ἀττικιστής one who affects masc acc pl Ἀττικιστά̱ς , Ἀττικιστής one who affects masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)