- πατρίκιος
πατρίκιος, ὁ, der röm. patricius, D. Hal. 1, 10 u. oft, wie a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρίκιος, ὁ, der röm. patricius, D. Hal. 1, 10 u. oft, wie a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πατρίκιος — patricius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίκιος — patricius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρίκιος — Επίσκοπος Προύσας, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πολύ μορφωμένος κληρικός και έζησε πιθανόν τον 3o αι. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους πρεσβύτερους Ακάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου. * * * ο, θηλ … Dictionary of Greek
πατρίκιος — ο θηλ. πατρικία Ρωμαίος πολίτης ευγενούς καταγωγής (αντίθ. πληβείος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πατρικίοιο — Πατρίκιος patricius masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικίοιο — πατρίκιος patricius masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πατρικίοις — Πατρίκιος patricius masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικίοις — πατρίκιος patricius masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πατρικίου — Πατρίκιος patricius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικίου — πατρίκιος patricius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πατρικίους — Πατρίκιος patricius masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)