- πατρίζω
πατρίζω, = πατριάζω, nach Priscian. 1, 6, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρίζω, = πατριάζω, nach Priscian. 1, 6, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… … Dictionary of Greek