ὀτρηρής

ὀτρηρής

ὀτρηρής, ές, = Folgdm, Lycophr. 997.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ὀτρηρῆς — Ὀτρηρή fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηρῆς — ὀτρηρός quick fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αντιόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ηρωίδα του μυθολογικού κύκλου της αρχαίας Θήβας, κόρη του βοιωτικού ποταμού Ασωπού ή του Νυκτέα. Επειδή φοβόταν την πατρική οργή μετά τους έρωτές της με τον Δία, κατέφυγε στον βασιλιά της Σικυώνας Επωπέα, που την… …   Dictionary of Greek

  • Πενθεσίλεια — Βασίλισσα των Αμαζόνων, κόρη του Άρη και της Οτρήρης. Όταν πέθανε ο Έκτορας, πήγε από τη Θράκη στην Τροία μαζί με έναν στρατό από γυναίκες για να ενισχύσει τον Πρίαμο. Αρχικά νίκησε τους Έλληνες, αλλά ο Αχιλλέας την αιχμαλώτισε και τη σκότωσε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”