ὀτρηρός

ὀτρηρός

ὀτρηρός, 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von ϑεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων ϑεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οτρηρός — ὀτρηρός ά, όν (Α) 1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.) 2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.). επίρρ... ὀτρηρῶς (Α) 1. γρήγορα, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω] …   Dictionary of Greek

  • ὀτρηρός — quick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηρόν — ὀτρηρός quick masc acc sg ὀτρηρός quick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηροῖσι — ὀτρηρός quick masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηροί — ὀτρηρός quick masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηρούς — ὀτρηρός quick masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηρῆς — ὀτρηρός quick fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηρῇ — ὀτρηρός quick fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηρῇσιν — ὀτρηρός quick fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηρή — ὀτρηρός quick fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρηρήν — ὀτρηρός quick fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”