- ἀσφόδελος
ἀσφόδελος, ὁ, eine lilienartige Pflanze, deren kleine Wurzelknollen gegessen wurden, Hes. O. 41; Theocr. 26, 4; asphodelus ramosus, Linn.; vgl. Theophr. H. Pl. 7, 12; Paus. 10, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσφόδελος, ὁ, eine lilienartige Pflanze, deren kleine Wurzelknollen gegessen wurden, Hes. O. 41; Theocr. 26, 4; asphodelus ramosus, Linn.; vgl. Theophr. H. Pl. 7, 12; Paus. 10, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσφοδελός — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφόδελος — asphodel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφοδελός — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
ασφόδελος — ο και ασφοδίλι, το φυτό που ανήκει στα λειρώδη, σπερδούκλι, το, ή σπέρδουκλας, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσφοδελόν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc sg ἀσφόδελος asphodel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελοί — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελοῦ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελούς — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελῶν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελῷ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)