ὀσφυ-ήξ

ὀσφυ-ήξ

ὀσφυ-ήξ, ῆγος (ἄγνυμι), der die Hüfte gebrochen hat, hüftenlahm, Valck. lex. de spiritu p. 234.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀσφύς — ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem nom sg ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύν — ὀσφύ̱ν , ὀσφύς fem acc sg ὀσφύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροδιαγνωστική — (Ιατρ.). Η εφαρμογή του ηλεκτρισμού για διαγνωστικούς σκοπούς, κυρίως για την εξέταση μυών και νεύρων. Η εξέταση αυτή επιτρέπει τη μελέτη των αντιδράσεων του νευρομυϊκού συστήματος σε ερεθίσματα με τη βοήθεια συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος.… …   Dictionary of Greek

  • ιεροσφυϊκός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό και στην οσφύ («ιεροσφυϊκός μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + οσφυϊκός < οσφύς] …   Dictionary of Greek

  • καρδιαλγής — ές (Α καρδιαλγής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός 2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος αρχ. αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + αλγής (< ἄλγος),… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαλγής — κεφαλαλγής, ές (Α) 1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυ αλγής, οσφυ αλγής] …   Dictionary of Greek

  • λυπαλγής — λυπαλγής, ές (Μ) αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ αλγής, οσφυ αλγής] …   Dictionary of Greek

  • μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • νεφρομήτρα — νεφρομήτρα, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ νεφρομῆτραι το σύνολο τών γύρω από την οσφύ μυών μέσα στους οποίους βρίσκονται οι νεφροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + μήτρα] …   Dictionary of Greek

  • οσφυήξ — ὀσφυήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει εξαρθρωμένη οσφύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + ήξ, ῆγος (< ἄγνυμι «σπάω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”