ὀσφραντής

ὀσφραντής

ὀσφραντής, , der Riecher, Spürer.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωνωποσφράντης — κωνωποσφράντης, ου, ὁ (Α) κωμική ονομασία αδίστακτου παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ + οσφράντης (< όσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, υδρ οσφράντης] …   Dictionary of Greek

  • υδνοσφράντης — ὁ, Α 1. αυτός που οσφραίνεται το ύδνο 2. προσωνυμία ατόμου που ζει εις βάρος άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, κωνωπ οσφράντης] …   Dictionary of Greek

  • καπνοσφράντης — καπνοσφράντης, ὁ (Α) αυτός που οσφραίνεται τον καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. κωνωπ οσφράντης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”