- ὀσφραντήριος
ὀσφραντήριος, riechend, witternd, μυκτῆρες, Ar. Ran. 891; – τὸ ὀσφραντήριον, sc. φάρμακον, ein Mittel, woran man riecht, um sich zu stärken u. zu erfrischen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀσφραντήριος, riechend, witternd, μυκτῆρες, Ar. Ran. 891; – τὸ ὀσφραντήριον, sc. φάρμακον, ein Mittel, woran man riecht, um sich zu stärken u. zu erfrischen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οσφραντήριος — ὀσφραντήριος, ία, ον (ΑΜ) 1. αυτός με τον οποίο οσφραίνεται κάποιος, αυτός που συντελεί στην όσφρηση, οσφρητικός («μυκτῆρες ὀσφραντήριοι», Αριστοφ.) 2. αυτός που μπορεί να οσφραίνεται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντήριον (ενν. φάρμακον) ισχυρή οσμή … Dictionary of Greek
ὀσφραντήριοι — ὀσφραντήριος able to smell masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)