- ὀστο-κλάστης
ὀστο-κλάστης, ὁ, = Vorigem, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστο-κλάστης, ὁ, = Vorigem, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλοκλάστης — κεφαλοκλάστης, ο (Α) επιγρ. χειρουργικό εργαλείο για σπάσιμο κεφαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλάστης (< κλάστης < κλώ «σπάω»), πρβλ. ανδρο κλάστης, οστο κλάστης] … Dictionary of Greek
χυτροκλάστης — ὁ, Μ (για τους ασκητές) αυτός που σπάζει τις χύτρες, που δεν τού χρειάζεται μαγειρεμένο φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κλάστης (< κλάστης < κλῶ «σπάζω»), πρβλ. ὀστο κλάστης] … Dictionary of Greek
ψιχοκλάστης — ὁ, Α είδος παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κλάστης (< κλῶ «σπάω») πρβλ. ὀστο κλάστης] … Dictionary of Greek