- ὀστο-ειδής
ὀστο-ειδής, ές, knochenartig, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστο-ειδής, ές, knochenartig, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηθμοειδής — ές (AM ἠθμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. ανατ. 1. «ηθμοειδές οστό» μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek
θυρεοϋοειδής — ές ανατ. αυτός που έχει σχέση με τον θυρεοειδή χόνδρο και με το υοειδές οστό («θυρεοϋοειδής μυς» μυς τού τραχήλου που βρίσκεται κάτω από το υοειδές οστό και τό συνδέει με τον θυρεοειδή χόνδρο). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyrohyoid <… … Dictionary of Greek
κυβοειδής — ές (Α κυβοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με κύβο, που έχει σχήμα κύβου 2. φρ. ανατ. «κυβοειδές οστό» οστό τού δεύτερου στοίχου τών οστών τού ταρσού που έχει σχήμα κυβικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + ειδής*] … Dictionary of Greek
μηνοειδής — ές (Α μηνοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. α) «μηνοειδές οστό» οστό τής μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών τού καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα β) «μηνοειδείς… … Dictionary of Greek
σκαφοειδής — ές, ΝΑ αυτός που είναι όμοιος με σκάφη, που έχει σχήμα σκάφης ή λεκάνης, σκαφιδωτός, κοίλος («τὸν ἥλιον... σκαφοειδῆ, ὑπόκυρτον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «σκαφοειδές οστό» ανατ. i) το μεγαλύτερο και το πιο έξω από τα τέσσερα οστά τού πρώτου… … Dictionary of Greek
σφηνοειδής — Είδος γραφής, γνωστό στην αρχαία νότια Μεσοποταμία, όπου κατοικούσαν Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Ελαμίτες, Χετταίοι, Ασύριοι και Πέρσες. Ονομάστηκε έτσι από τους νεότερους ερευνητές, εξαιτίας των γραμμάτων της, τα οποία σχηματίζονταν από το συνδυασμό… … Dictionary of Greek
υοειδής — ές / ὑοειδής, ές, ΝΑ 1. αυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Υ 2. φρ. «υοειδὲς οστό» και «ὑοειδές ὀστοῡν» μικρό οστό που έχει σχήμα ύψιλον ανοιχτού προς τα πίσω και το οποίο βρίσκεται, ασύνδετο με τον υπόλοιπο σκελετό, στη βάση τής γλώσσας επάνω … Dictionary of Greek
οστεοειδής — ές 1. ο όμοιος με οστό 2. φρ. «οστεοειδής ιστός» ιστός που μοιάζει με οστίτη ιστό, αλλά δεν είναι τελείως όμοιος με αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ειδής*] … Dictionary of Greek
οστοειδής — ὀστοειδής, ές (Α) όμοιος με οστό, οστεοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ειδής*] … Dictionary of Greek
πτερυγοειδής — ες, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με πτέρυγα, που έχει σχήμα φτερού (α. «πτερυγοειδής απόφυση» β. «πτερυγοειδῆ νεῡρα», Γαλ.) νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχέση με το σφηνοειδές οστό τής βάσης τού κρανίου (α.… … Dictionary of Greek