- ἀστειο-λόγος
ἀστειο-λόγος, sein, witzig redend, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστειο-λόγος, sein, witzig redend, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek
αρλούμπα — η 1. φλυαρία, ανόητος λόγος 2. η εντελώς απερίσκεπτη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι προέρχεται με αναγραμματισμό από το *αμπούρλα < ιταλ. burla «αστείο, φάρσα», με ανάπτυξη του προθεματικού στοιχείου α . Κατ άλλους ο τ … Dictionary of Greek
ευφυολογία — η 1. ευφυής ή παιγνιώδης λόγος, εξυπνάδα 2. έξυπνο αστείο, έξυπνο πείραγμα ή ταιριαστός και κατάλληλος χαρακτηρισμός προσώπων ή πραγμάτων που λέγεται για ειρωνεία ή αστεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Εμμανουήλ… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
ευφυολόγημα — το, ατος λόγος έξυπνος, αστείο λεπτό, πείραγμα ανώδυνο, εξυπνάδα: Άσε τις εξυπνάδες, γιατί δεν έχω όρεξη για ευφυολογήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)