- ἀστειοσύνη
ἀστειοσύνη, ἡ, Feinheit, Witz, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστειοσύνη, ἡ, Feinheit, Witz, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστειοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειοσύνην — ἀστειοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)