- ἀστερο-πληθής
ἀστερο-πληθής, ές, von Sternen erfüllt, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστερο-πληθής, ές, von Sternen erfüllt, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενταυροπληθής — κενταυροπληθής, ές (Α) αυτός που έχει πλήθος κενταύρων, αυτός στον οποίο μετέχει πλήθος κενταύρων («κενταυροπληθῆ πόλεμον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο πληθής, κοσμο πληθής] … Dictionary of Greek
οινοπληθής — οἰνοπληθής, ές (ΑΜ) (για τόπο) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο κρασί, πλούσιος σε κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο πληθής] … Dictionary of Greek