ἀστεροπητής

ἀστεροπητής

ἀστεροπητής, , der Blitzeschleuderer, Beiname des Zeus, ἀστεροπητής Versende Iliad. 1, 580. 609. 12, 275, ἀστεροπητῇ Versende 7, 443; Soph. Phil. 1183; voc. ἀστεροπητά Luc. Tim. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αστεροπητής — ἀστεροπητής, ο (Α) [αστεροπή] (για τον Δία) αυτός που αστράφτει …   Dictionary of Greek

  • ἀστεροπητής — lightener masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροπηταί — ἀστεροπητής lightener masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροπητῇ — ἀστεροπητής lightener masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροπητήν — ἀστεροπητής lightener masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροπητά — ἀστεροπητά̱ , ἀστεροπητής lightener masc nom/voc/acc dual ἀστεροπητής lightener masc voc sg ἀστεροπητής lightener masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • stē̆ r-2 —     stē̆ r 2     English meaning: star     Deutsche Übersetzung: ‘stern”     Material: O.Ind. instr. pl. str̥bhiḥ, nom. pl. türaḥ m. ‘sterne”, tarü f. ‘star”, Av. acc. sg. stü̆ rǝm, gen. stürō, pl. nom. staras ča, stürō, acc. strǝ̄ uš, gen …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”