- ὀστράκιον
ὀστράκιον, τό, dim. von ὄστρακον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστράκιον, τό, dim. von ὄστρακον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστράκιον — shell fish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακίοις — ὀστράκιον shell fish neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακίων — ὀστράκιον shell fish neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακίῳ — ὀστράκιον shell fish neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστράκια — ὀστράκιον shell fish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kofferfische — Perlen Kofferfisch (Lactophrys triqueter) Systematik Ctenosquamata Acanthomorpha … Deutsch Wikipedia
οστράκιο(ν) — το (Α ὀστράκιον) [όστρακον] νεοελλ. ζωολ. γένος πλεκτόγναθων ιχθύων τής οικογένειας ostraciontidae, τών οποίων το σώμα καλύπτεται από ένα σκληρό περίβλημα που αφήνει ελεύθερα μόνον τα μάτια, το στόμα και τα πτερύγια αρχ. 1. υποκορ. μικρό όστρακο… … Dictionary of Greek