- ὀστράκεος
ὀστράκεος, = ὀστράκινος, Orph. Arg. 320.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστράκεος, = ὀστράκινος, Orph. Arg. 320.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστράκεος — ὀστράκεος, έα, ον και ὀστράκειος, εία, ον (Α) οστράκινος, πήλινος, κεράμινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. εος και ειος (πρβλ. νεκτάρ εος, τράγ ειος)] … Dictionary of Greek
ὀστρακέων — ὀστράκεος fem gen pl ὀστράκεος masc/neut gen pl ὀστρακεύς potter masc gen pl ὀστρακέω̆ν , ὀστρακεύς potter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστράκεον — ὀστράκεος masc acc sg ὀστράκεος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακέοις — ὀστράκεος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστράκειος — ὀστράκειος, εία, ον (Α) βλ. οστράκεος … Dictionary of Greek