- ἀστρο-φαής
ἀστρο-φαής, ές, sternglänzend, strahlend, Διόνυσος Eumolp. bei D. Sic. 1, 11, wo mehrere mss. ἀστροφανής haben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστρο-φαής, ές, sternglänzend, strahlend, Διόνυσος Eumolp. bei D. Sic. 1, 11, wo mehrere mss. ἀστροφανής haben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημεροφαής — ἡμεροφαής, ές (AM) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής ημέρας. επίρρ... ἡμεροφαῶς (Μ) στο φως τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο φαής, λαμπρο φαής] … Dictionary of Greek
πατροφαής — ές, Α (για τον Χριστό) αυτός που παίρνει το φως από τον Πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. αστρο φαής] … Dictionary of Greek