- ὀστρακίτης
ὀστρακίτης, ὁ, = ὀστρακηρός, bes. – 1) eine Steinart, ostracites, nach Einigen Meerschaum, Diosc., Plin. H. N. 36, 19. – 2) eine Art Kuchen, Ath. XV, 647 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστρακίτης, ὁ, = ὀστρακηρός, bes. – 1) eine Steinart, ostracites, nach Einigen Meerschaum, Diosc., Plin. H. N. 36, 19. – 2) eine Art Kuchen, Ath. XV, 647 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀστρακίτης — ostracitis masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστρακίτης — ο (Α ὀστρακίτης) νεοελλ. απολίθωμα οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο αρχ. 1. ως επίθ. οστράκινος («ὀστρακίτης λίθος», Διοσκ.) 2. ο λίθος οστρακίας* 3. είδος πίτας 4. είδος φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα ίτης (πρβλ. ξυλ… … Dictionary of Greek
ὀστρακίτην — ὀστρακίτης ostracitis masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστρακίτου — ὀστρακίτης ostracitis masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek