ὀστρακίς

ὀστρακίς

ὀστρακίς, ίδος, ἡ, dim. von ὄστρακον. – So heißen besonders die holzigen Schuppen, welche den Pinienkern bedecken, Mnesith. bei Ath. II, 57 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οστρακίς — ὀστρακίς, ίδος, ἡ (Α) 1. το φολιδωτό περίβλημα τού κώνου τού πεύκου, τού κουκουναριού 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγαλμάτιόν τι Αφροδίτης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα ίς (πρβλ. χελων ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ὀστρακίς — pine cone fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακίδας — ὀστρακίς pine cone fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακίδων — ὀστρακίς pine cone fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”