ἀσπαλιευτής

ἀσπαλιευτής

ἀσπαλιευτής, , desgl., Plat. Soph. 218 e f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ασπαλιευτής — ἀσπαλιευτής, ο (Α) [ασπαλιεύομαι] ο ασπαλιεύς …   Dictionary of Greek

  • ἀσπαλιευτής — angler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιευταῖς — ἀσπαλιευτής angler masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιευταί — ἀσπαλιευτής angler masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιευτοῦ — ἀσπαλιευτής angler masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιευτήν — ἀσπαλιευτής angler masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαλιευτῶν — ἀσπαλιευτής angler masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”