- ἀσπαλιευτικός
ἀσπαλιευτικός, zum Fischer gehörig; ἡ ἀσπ., Fischfang, Plat. Soph. 219 e f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσπαλιευτικός, zum Fischer gehörig; ἡ ἀσπ., Fischfang, Plat. Soph. 219 e f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ασπαλιευτικός — ἀσπαλιευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψαρά 2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του ψαρά … Dictionary of Greek
ἀσπαλιευτικά — ἀσπαλιευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀσπαλιευτικά̱ , ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀσπαλιευτικά̱ , ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτικόν — ἀσπαλιευτικός of masc acc sg ἀσπαλιευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτικῆς — ἀσπαλιευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτική — ἀσπαλιευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπαλιευτικήν — ἀσπαλιευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)