ἀσπιδίτης

ἀσπιδίτης

ἀσπιδίτης, , beschildet, Soph. frg. 376, =


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀσπιδίτης — shield bearing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιδίτην — ἀσπιδίτης shield bearing masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπιδιώτης — ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α) ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται… …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”