ἀσπιδίσκος

ἀσπιδίσκος

ἀσπιδίσκος, , dasselbe, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ασπιδίσκος — ἀσπιδίσκος, ο (Μ) [ασπίς] κόσμημα της περικεφαλαίας σε σχήμα ασπίδας …   Dictionary of Greek

  • ἀσπιδίσκοι — ἀσπιδίσκος boss masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιδίσκοις — ἀσπιδίσκος boss masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιδίσκους — ἀσπιδίσκος boss masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՀԱՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0771 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. ἁσπιδίσκος scutulum. Վահան փոքր. *Սուսեր եւ վահանակ ոչ ձեռին նորա ըստ պատերազմողի. Եփր. ի ծն. քրիստոսի.: *(Բանսարկուն) զթագաւորն անօրէն իբրեւ զվահանակ երեսաց գտեալ, նովաւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”