- ἀσπιδό-δουπος
ἀσπιδό-δουπος, schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf, Pind. I. 1, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσπιδό-δουπος, schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf, Pind. I. 1, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μενέδουπος — μενέδουπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί δουπος, ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek
οπλόδουπος — ὁπλόδουπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κρότο με όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek
τυμπανόδουπος — ον, Α αυτός που ηχεί με την κρούση τυμπάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + δοῦπος (πρβλ. ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek