- ἀσπιδόεις
ἀσπιδόεις, εσσα, εν, Sp.; χελώνη, Schildkröte, Opp. Hal. 1, 397.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσπιδόεις, εσσα, εν, Sp.; χελώνη, Schildkröte, Opp. Hal. 1, 397.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσπιδόεντι — ἀσπιδόεις shield couered masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδόεσσα — ἀσπιδόεις shield couered fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδόεσσαν — ἀσπιδόεις shield couered fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
ασπιδοειδής — ἀσπιδοειδής, ές και ἀσπιδόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα 2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού … Dictionary of Greek