ἀσπιστής

ἀσπιστής

ἀσπιστής, , mit einem Schilde versehen; Hom. ἀσπιστάων Versende Iliad. 4, 90. 201. 221. 5, 577. 8, 155. 214. 11, 412. 13, 680. 16, 490. 541. 593; auch sonst bei Dichtern, ἀσπισταὶ μόχϑοι τευχέων Eur. El. 444, Schildwerk der Waffen, d. i. Waffen, deren Hauptstück der Schild war.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀσπιστής — one armed with a shield masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπισταῖς — ἀσπιστής one armed with a shield masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπισταί — ἀσπιστής one armed with a shield masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιστάς — ἀσπιστά̱ς , ἀσπιστής one armed with a shield masc acc pl ἀσπιστά̱ς , ἀσπιστής one armed with a shield masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • ασπιστήρ — ἀσπιστήρ και ἀσπίστωρ και ἀσπιστής, ο (Α) [ασπίς] ο οπλισμένος με ασπίδα, ο πολεμιστής …   Dictionary of Greek

  • ασπιστικός — ἀσπιστικός, ή, όν (Α) [ασπιστής] αυτός που αποτελείται από ασπιδοφόρους στρατιώτες …   Dictionary of Greek

  • τευχηστήρ — ῆρος, ὁ, Α οπλίτης, πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τευχηστής με επίθημα τήρ* (πρβλ. ἀσπιστής: ἀσπιστήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ἀσπιστάων — ἀσπιστά̱ων , ἀσπιστής one armed with a shield masc gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιστῆρα — ἀσπιστήρ masc acc sg ἀσπιστής one armed with a shield masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιστῆρας — ἀσπιστήρ masc acc pl ἀσπιστής one armed with a shield masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”