- ἀσπιστήρ
ἀσπιστήρ, ῆρος, ὁ, = folgdm, ἄνδρες Soph. Ai. 562; Eur. Heracl. 278.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀσπιστήρ, ῆρος, ὁ, = folgdm, ἄνδρες Soph. Ai. 562; Eur. Heracl. 278.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ασπιστήρ — ἀσπιστήρ και ἀσπίστωρ και ἀσπιστής, ο (Α) [ασπίς] ο οπλισμένος με ασπίδα, ο πολεμιστής … Dictionary of Greek
ἀσπιστῆρα — ἀσπιστήρ masc acc sg ἀσπιστής one armed with a shield masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιστῆρας — ἀσπιστήρ masc acc pl ἀσπιστής one armed with a shield masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιστῆρες — ἀσπιστήρ masc nom/voc pl ἀσπιστής one armed with a shield masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
τευχηστήρ — ῆρος, ὁ, Α οπλίτης, πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τευχηστής με επίθημα τήρ* (πρβλ. ἀσπιστής: ἀσπιστήρ)] … Dictionary of Greek