ἀρήτειρα, ἡ, fem. zum folgdn, Mus. 68; Ap. Rh. 1, 312.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρήτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρήτειραν — ἀρήτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρητήρ — ἀρητήρ, ο (θηλ., ἀρήτειρα) (Α) [αράομαι] αυτός που προσεύχεται, ιερέας … Dictionary of Greek