- ἀρᾱτικός
ἀρᾱτικός, zum Beten, Verwünschen geneigt, Sp., wie D. L. 7, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρᾱτικός, zum Beten, Verwünschen geneigt, Sp., wie D. L. 7, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρατικός — ἀρατικός, ή, όν (Α) [αρατός] ο σχετικός με ευχή ή με κατάρα … Dictionary of Greek
ἀρατικά — ἀρατικός of neut nom/voc/acc pl ἀρατικά̱ , ἀρατικός of fem nom/voc/acc dual ἀρατικά̱ , ἀρατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρατικόν — ἀρατικός of masc acc sg ἀρατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρατικῶς — ἀρατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)