- ὀρνῑθο-φυής
ὀρνῑθο-φυής, ές, von Vogelwuchs, -gestalt, κόραι, Ath. XI, 491 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-φυής, ές, von Vogelwuchs, -gestalt, κόραι, Ath. XI, 491 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποφυής — ἱπποφυής, ές (Μ) αυτός που έχει φύση ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ανθρωπο φυής, ορνιθο φυής] … Dictionary of Greek
ταυροφυής — ές, ΜΑ αυτός που έχει τη φύση ή τη μορφή ταύρου («ταυροφυὴς κερόεντι τύπῳ μορφούμένος ἀνήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ὀρνιθο φυής] … Dictionary of Greek