- ὀρνῑθο-τροφία
ὀρνῑθο-τροφία, ἡ, das Vögel-, Hühnerfüttern, -halten, Plut. Pericl. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-τροφία, ἡ, das Vögel-, Hühnerfüttern, -halten, Plut. Pericl. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek