ὀρνῑθο-σκόπος

ὀρνῑθο-σκόπος

ὀρνῑθο-σκόπος, wie ὀρνεοσκόπος, die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν ϑᾶκον ὀρνιϑοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετεωροσκόπος — ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό) νεοελλ. μετεωρολόγος αρχ. 1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα 2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο σκόπος, ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • θυννοσκόπος — θυννοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό μέρος τη διέλευση τών κοπαδιών τών τόν(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • κερδοσκόπος — ο, η αυτός που επιδιώκει το εύκολο και μεγάλο κέρδος με κάθε τρόπο, ο φιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • οιωνοσκόπος — ο (ΑΜ οἰωνοσκόπος) μάντης ο οποίος προφητεύει το μέλλον με την παρατήρηση και τη μελέτη τών οιωνών, αλλ. οιωνόμαντις, οιωνοπόλος ή οιωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • συκοσκόπος — ὁ, Α συκωρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • ορνεοσκόπος — ο (ΑΜ ὀρνεοσκόπος, Μ και ὀρνοσκόπος) αυτός που μαντεύει το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + σκοπος (< σκοπῶ), πρβλ. ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”