μετεωροσκόπος — ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό) νεοελλ. μετεωρολόγος αρχ. 1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα 2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο σκόπος, ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek
θυννοσκόπος — θυννοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό μέρος τη διέλευση τών κοπαδιών τών τόν(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek
κερδοσκόπος — ο, η αυτός που επιδιώκει το εύκολο και μεγάλο κέρδος με κάθε τρόπο, ο φιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek
οιωνοσκόπος — ο (ΑΜ οἰωνοσκόπος) μάντης ο οποίος προφητεύει το μέλλον με την παρατήρηση και τη μελέτη τών οιωνών, αλλ. οιωνόμαντις, οιωνοπόλος ή οιωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek
συκοσκόπος — ὁ, Α συκωρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek
ορνεοσκόπος — ο (ΑΜ ὀρνεοσκόπος, Μ και ὀρνοσκόπος) αυτός που μαντεύει το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + σκοπος (< σκοπῶ), πρβλ. ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek