- ὀρνῑθο-πώλης
ὀρνῑθο-πώλης, ὁ, Vogelhändler, Poll. 7, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-πώλης, ὁ, Vogelhändler, Poll. 7, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορεωπώλης — ὀρεωπώλης, ὁ (Α) πωλητής ημιόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ορνιθο πώλης. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως] … Dictionary of Greek