- ἀρί-δηλος
ἀρί-δηλος, sehr deutlich, offenbar, Her. 8, 65; Ap. Rh. 4, 727; καὶ ἀμφαδὰ ἔργα 3, 615. Vgl. Folg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρί-δηλος, sehr deutlich, offenbar, Her. 8, 65; Ap. Rh. 4, 727; καὶ ἀμφαδὰ ἔργα 3, 615. Vgl. Folg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρίδηλος — ἀρίδηλος, ον (Α) 1. φανερός, ορατός από παντού ή από μακριά 2. σαφής, ολοφάνερος, ξεκάθαρος 3. περιφανής, θαυμαστός αρχ. μσν. επίρρ. ἀριδήλως ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + δήλος «φανερός, ορατός»] … Dictionary of Greek