ὀρίνδης

ὀρίνδης

ὀρίνδης ἄρτος, ὁ, aus ὄρινδα od. ὄρυζα bereitetes Brot, Soph. frg. 532 bei Ath. III, 110 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορίνδης — ὀρίνδης, ὁ (Α) άρτος παρασκευασμένος από όρυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ άλλους, η λ. δηλώνει έναν …   Dictionary of Greek

  • ὀρίνδην — ὀρίνδης bread made of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρίνδα — ὀρίνδᾱ , ὀρίνδης bread made of masc nom/voc/acc dual ὀρίνδης bread made of masc voc sg ὀρίνδᾱ , ὀρίνδης bread made of masc gen sg (doric aeolic) ὀρίνδης bread made of masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορίνδα — ὀρίνδα (Α) [ορίνδης] η όρυζα, το ρύζι …   Dictionary of Greek

  • ορίνδιος — ὀρίνδιος, ον (Α) [ορίνδης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρυζα, στο ρύζι …   Dictionary of Greek

  • όρυζα — η (Α ὄρυζα και ὄρυζον, τὸ) 1. βοτ. γένος υδροχαρών αγρωστωδών φυτών καθώς και τα φαγώσιμα σπέρματά τους, το ρύζι 2. φρ. «βράσε όρυζα» λέγεται σε περιπτώσεις κακής τροπής τών πραγμάτων ή ανεπανόρθωτης εξέλιξης μιας κατάστασης ή και για δήλωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”