- ἀρίστευμα
ἀρίστευμα, τό, = ἀριστεία, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρίστευμα, τό, = ἀριστεία, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρίστευμα — ἀρίστευμα, το (Μ) [αριστεύω] το κατόρθωμα, ο άθλος, το ανδραγάθημα … Dictionary of Greek
ἀρίστευμα — deed of prowess neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστευμάτων — ἀρίστευμα deed of prowess neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεύμασι — ἀρίστευμα deed of prowess neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεύμασιν — ἀρίστευμα deed of prowess neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεύματα — ἀρίστευμα deed of prowess neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεύματι — ἀρίστευμα deed of prowess neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεύματος — ἀρίστευμα deed of prowess neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητορικός — ή, ό (Μ κτητορικός, ή, όν) [κτήτωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» η μονή που έχει… … Dictionary of Greek