- ὀρέγνῡμι
ὀρέγνῡμι, = ὀρέγω, nur χεῖρας ὀρεγνύς, Il. 1, 351. 22, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρέγνῡμι, = ὀρέγω, nur χεῖρας ὀρεγνύς, Il. 1, 351. 22, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορέγνυμι — ὀρέγνυμι (Α) (μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω*, απλώνω τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ τού ὀρέγω, κατά τα ρ. σε νυμι (πρβλ. όρ νυμι)] … Dictionary of Greek
ὀρεγνυμένη — ὀρέγνυμι pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνυμένην — ὀρέγνυμι pres part mid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνύμενος — ὀρέγνυμι pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνύντες — ὀρέγνυμι pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνύς — ὀρεγνύ̱ς , ὀρέγνυμι pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)