ὀρέγδην, mit ausgestreckten Händen, Schol. Il. 2, 543 übertr., mit Verlangen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορέγδην — ὀρέγδην (Α) επίρρ. με τα χέρια απλωμένα, με προθυμία, προθύμως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρέγω / ὀρέγομαι + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κρύβ δην)] … Dictionary of Greek
ὀρέγδην — by reaching out indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)