- ἀράγδην
ἀράγδην, mit Gerassel, Luc. Lexiph. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀράγδην, mit Gerassel, Luc. Lexiph. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολύβδαινα — η (Α μολύθδαινα και μολίβδαινα, επικ. τ. μολυβδαίνη) 1. το τεμάχιο μολύβδου που προσδένεται στην άκρη τής ορμιάς για ταχύτερη καταβύθιση στο νερό, η μολυβήθρα 2. η στάθμη τών κτιστών, το μολύβδινο τεμάχιο που δένεται στο άκρο τού νήματος τού… … Dictionary of Greek