- ἀράκιον
ἀράκιον, τό, dim. von ἄρακος, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀράκιον, τό, dim. von ἄρακος, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀράκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρακίων — ἀράκιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρακίω — ἀρακίω , ἀράκιον neut nom/voc/acc dual ἀρακίω , ἀράκιον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρακίων — ἀρακίων , ἀράκιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)