ἀρηΐ-φατος

ἀρηΐ-φατος

ἀρηΐ-φατος, ion. u. p. = ἀρείφατος, Hom. dreimal, ἄνδρες ἀρηίφατοι Od. 11, 41, φῶτας ἀρηιφάτους Iliad. 19, 31. 24, 415; – Loll. Bass. 7 (IX, 279).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος …   Dictionary of Greek

  • μυλήφατος — μυλήφατος, ον (ΑΜ) αλεσμένος στον μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + φατος (< θείνω «φονεύω» για την εναλλαγή θ / φ βλ. λ. θείνω), πρβλ. αρηΐ φατος, δουρί φατος] …   Dictionary of Greek

  • gʷhen-2(ǝ)- —     gʷhen 2(ǝ)     English meaning: to hit     Deutsche Übersetzung: ‘schlagen”     Material: nominal formation: gʷho no s ‘schlagen”, gʷhn̥ tó s “beaten”, gʷhn̥ tí s and gʷhn̥ ti̯ü (?) ‘schlagen”, gʷhen tel ‘schläger”, gʷhen tu̯o s “occidendus” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”