- ὀρθ-ώνυμος
ὀρθ-ώνυμος, mit rechtem, wahrem Namen, seinem Namen entsprechend. Aesch. Ag. 683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθ-ώνυμος, mit rechtem, wahrem Namen, seinem Namen entsprechend. Aesch. Ag. 683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθώνυμος — ὀρθώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει ορθό όνομα, αυτός που ονομάζεται ή ονομάστηκε ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. κακ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek