ὀρθώσιος

ὀρθώσιος

ὀρθώσιος, Ζεύς, der röm., Jupiter Stator, D. Hal. 2, 50.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ορθώσιος — Ὀρθώσιος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός και τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού Ορθωσία με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ὀρθώσιος — ὄρθωσις making straight fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”