ὀροβῖτις

ὀροβῖτις

ὀροβῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, χρυσόκολλα, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οροβίτις — ὀροβῑτις, ἡ (Α) βλ. οροβίτης …   Dictionary of Greek

  • οροβίτης — ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α) 1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου 2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα ίτης (πρβλ. δαφν ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”